Η Σχολική Φυσική Αγωγή στις ημέρες μας.

Η αξία της Φυσικής Δραστηριότητας στις ημέρες μας θεωρείται αυταπόδεικτη με τα οφέλη της άσκησης να έχουν αντίκτυπο σε κάθε έκφραση της καθημερινής ζωής. Οφέλη που με το πέρασμα των ετών αποδεικνύουν, ότι όλοι όσοι αθλούνται συστηματικά βελτιώνουν το επίπεδο της ζωής τους. Ωστόσο, παρότι η αξία της καλής Φυσικής Κατάστασης θεωρείται θετική, παρατηρείται το φαινόμενο όσο κάποιος μεγαλώνει να ασκείται και λιγότερο. Και αυτό είναι πρακτικά ορατό ζώντας με τον σύγχρονο τρόπο ζωής που σε πολλές περιπτώσεις είναι τόσο φορτικά πιεσμένος όπου ακόμα και βασικές δραστηριότητες ελαττώνονται. Μελέτες [1] δείχνουν ότι η ενασχόληση με Φυσικές Δραστηριότητες μειώνεται στις ηλικίες από 6-18, με μεγαλύτερη μείωση κατά τη διάρκεια της εφηβείας [2] και το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο στα κορίτσια [3]. Απ? την άλλη φαίνεται ότι η ενασχόληση με Φυσικές Δραστηριότητες κατά τη παιδική ηλικία εκτός από τις επιδράσεις στην υγεία των παιδιών είναι και καθοριστικός παράγοντας για τη συνέχιση τους και στην ενηλικίωση [4,5].

Ήδη από τις πρώτες οργανωμένες προσπάθειες για την οργάνωση των σχολικών μαθημάτων και τη δημιουργία αναλυτικού προγράμματος σπουδών, έγινε ειδική μνεία στην Φυσική Αγωγή. Βλέπουμε λοιπόν, ήδη από το Βασιλικό Διάταγμα 1896 για την οργάνωση των νηπιαγωγείων, να αναφέρεται ότι «στα νηπιαγωγεία επιδιώκεται η σωματική και πνευματική ενίσχυση των παιδιών μέσα από ασκήσεις, παιχνίδια και σωστή διδασκαλία των μαθημάτων..» κάτι που ενισχύεται με το πέρασμα των ετών φθάνοντας έως και το σχετικά πρόσφατο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών που μεταξύ των άλλων θεωρεί ως απαραίτητη τη σωματική, συναισθηματική και νοητική ανάπτυξη των νηπίων. Στο ίδιο κλίμα και η συγγραφή των νέων βιβλίων για τη Φυσική Αγωγή στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο που καθορίζουν με ακρίβεια τους στόχους αλλά και τη σημαντικότητα του μαθήματος.

Και μολονότι, δύσκολα μπορεί πλέον κάποιος να αμφισβητήσει την αξία της Φυσικής Δραστηριότητας στην ομαλή ανάπτυξη των παιδιών, φαίνεται ότι στις ημέρες μας τίθεται εκ? νέου το ζήτημα ποιος θα δύναται να βοηθήσει στην ομαλή αυτή ανάπτυξη υποστηρίζοντας επιστημονικά τους μαθητές. Και αν λάβουμε υπ? όψιν μας ότι «δεν έχει νόημα οποιαδήποτε μεταρρύθμιση ή αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων χωρίς την ανάλογη εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών» [6], αναρωτιόμαστε τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η διδασκαλία του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής από προσωπικό που δεν έχει τα απαραίτητα γνωστικά εφόδια. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να επιτελέσει το μάθημα το ρόλο του όταν παρατηρώντας τα αναλυτικά προγράμματα των Παιδαγωγικών Ακαδημιών δεν μπορεί να βρει κάποιος ?πλην από θεωρητικές παρεμβάσεις- την ουσία αυτών που πρεσβεύουν οι Φυσικές Δραστηριότητες και η Φυσική Αγωγή εν? γένει, δηλαδή την πρακτική εξάσκηση. Και είναι απολύτως σεβαστό, ότι ο κάθε επιστημονικός χώρος έχει τη δική του αυτοτέλεια όσον αφορά τους τρόπους διδασκαλίας, μεθοδολογία και θεματικό περιεχόμενο και αυτή είναι και η κύρια ουσία της ειδίκευσης σε γνωστικά επίπεδα ή τομείς.

Αντί λοιπόν μέσα από την τάση για εξειδίκευση να γίνεται η συστηματική απορρόφηση εκείνων που κατέχουν νόμιμα τα προσόντα αλλά και οφείλουν να καθοδηγήσουν στο χώρο της κίνησης και της άσκησης τους μαθητές, την σχολική χρονιά που διανύουμε παρατηρείται το φαινόμενο το μάθημα της Φυσικής Αγωγής να μην διδάσκεται από τους ειδικούς του χώρου, δηλαδή τους πτυχιούχους των αντίστοιχων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Φ.Α.Α.), αλλά σε πολλές περιπτώσεις από τους αποφοίτους των Παιδαγωγικών Σχολών. Και θεωρώ ως δεδομένο τόσο τη συνεργασία όλων των ειδικοτήτων για την ομαλή λειτουργία του σχολείου όσο και θετικές της αρχές της διαθεματικότητας στην εκπαίδευση. Ωστόσο, είναι αρνητικό αυτό που συμβαίνει ανεξάρτητα στο βαθμό που συμβαίνει. Πόσο μάλλον όταν υπάρχει περίσσευμα σε ανθρώπινο δυναμικό, έτοιμο να προσφέρει τις γνώσεις αλλά και την πείρα του στο αντικείμενο που έχει σπουδάσει και υπηρετεί. Και αυτό δεν είναι μόνο υποκειμενική κρίση αλλά στο ίδιο κλίμα κυμαίνονται και αντίστοιχες τοποθετήσεις της Δ.Ο.Ε. προς τους Δασκάλους, που επισημαίνουν μεταξύ άλλων ότι  «Οι εγκύκλιοι της Διεύθυνσης Σπουδών που αναφέρονται σε «απασχόληση» των μαθητών είναι προδήλως παράνομες, αφού είναι αντίθετες με το Ν. 1566/85. Οι συνάδελφοι καλούνται, εφόσον συμπληρώνουν το διδακτικό τους ωράριο, να αρνούνται την προφορική ανάθεση υποχρεωτικής υπερωρίας. Ιδιαίτερα αρνητικοί πρέπει να είναι, όταν τους ζητείται να καλύπτουν ώρες εκπαιδευτικών ειδικοτήτων που δεν έχουν καν τοποθετηθεί στα σχολεία (π.χ. Αγγλικών, Φυσικής Αγωγής) τη στιγμή που χιλιάδες εκπαιδευτικοί παραμένουν αδιόριστοι. Το Δ.Σ. της ΔΟΕ τους παρέχει πλήρη συνδικαλιστική και νομική κάλυψη γι' αυτό?» [7].

Φαίνεται λοιπόν, ότι όλα όσα συμβαίνουν την φετινή σχολική χρονιά στο θέμα που τέθηκε δεν συνάδουν με όλα όσα πρέπει να γίνουν στο χώρο της εκπαίδευσης προκειμένου να είναι σύγχρονη με την εποχή της. Και σε καμία περίπτωση το άρθρο δεν έχει σκοπό να δράσει αντιπολιτευτικά ή να ακολουθήσει το δρόμο της στείρας αντιπολίτευσης. Είναι όμως γεγονός, ότι ανεξάρτητα από εγκυκλίους, οδηγίες κα το μάθημα της Φυσικής Αγωγής προκειμένου να ανταποκρίνεται στους σκοπούς του πρέπει να εφαρμόζεται στην πράξη από τους πτυχιούχους των Τ.Ε.Φ.Α.Α. όπως και κάθε άλλο μάθημα ειδικότητας από τους αντίστοιχους επιστήμονες. Την εποχή της διαρκούς εξειδίκευσης και επιμόρφωσης, που καθ? όλα θετικά το Υπουργείο έχει ξεκινήσει και ως Καθηγητές Φυσικής Αγωγής περιμένουμε, είναι τουλάχιστον οξύμωρο να αναιρείται στη βάση του το κύριο αντικείμενο των Καθηγητών Φυσικής Αγωγής που είναι η ορθή κινητική ανάπτυξη των μαθητών.

 

Μιχάλης Κατσικαδέλης

MSc ? ΠΕ11

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

1. Rowland, T.W. (2001) The role of physical activity and fitness in children in the prevention of adult cardiovascular disease. Progress in Pediatric Cardiology, 12, 199-203.

2. Kimm, S.S, Glynn, N.W., Kriska, A.M., Fitzerald, S.L., Aaron, D.J., Similo, S.L. (2000). Longitudinal changes in physical activity in biracial cohort during adolescents. Medicine and Science in Sport and Exercise, 32, 1445-1454

3. Αυγερινός, Α., Παπαχαρίσης, Β., Γούδας, Μ., & Κιουμουρτζόγλου, Ε. (2002), ο ρόλος της Επιμόρφωσης καθηγητών Φυσικής Αγωγής σε προγράμματα «Άσκηση και Υγεία». Σύγχρονη Εκπαίδευση, 126, 130-140.

4. Dennison, Β.Α., Straous, J.H., Mellitis, E.D., & Charney, E. (1988). Childhood physical fitness tests: Predictor of adults physical activity levels. Pediatrics, 82, 324-330

5. Kuh, D.J., & Cooper, C.  (1992). Physical activity at 36 years: patterns and Childhood predictor in a longitudinal study. Journal of Epidemiology and Community Health, 46, 114-119

6. Βρεττός, Γ. & Καψάλης, Α. (1997). Αναλυτικό Πρόγραμμα. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

7.  http://sepekerkyras.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=114&Itemid=1